Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Μιλάτε ελληνικά;

Αφορμή για αυτήν την ανάρτηση στάθηκε η δράση μου στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών. Πρόκειται για ένα σχολείο που δρα εδώ και τέσσερα χρόνια με την αρωγή ιδιωτών, προκειμένου να μάθουν την ελληνική γλώσσα όσοι ταλαίπωροι μετανάστες καταφθάνουν στη χώρα μας.

Την προηγούμενη Κυριακή είχα μάθημα με ένα τμήμα μεταναστών και τους δίδασκα βασικές προτάσεις επικοινωνίας, με την ελπίδα κάποτε να εξοικειωθούν με τη γλώσσα, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν στη χώρα μας… Στην προσπάθειά μου αυτή εφηύρα υποθετικούς διαλόγους προκειμένου να εγκλιματίσω όσο το δυνατόν περισσότερο τους μαθητές μου στην ελληνική γλώσσα και πραγματικότητα. Εκεί βρέθηκα μπροστά σε μία έκπληξη!!!

Συνάντησα λοιπόν την εξής πρόταση στο βιβλίο:
Δύο φίλες συζητούν μεταξύ τους και η μία ρωτάει την άλλη: Πώς τα πέρασες με τον Κώστα στην Αίγινα;


Εξηγώ ότι οι απαντήσεις μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με το ποιος ρωτάει, με το πώς τα πέρασε τελικά ο ερωτηθέν και μπορεί να είναι μονολεκτικές ή περιφραστικές, κλπ. Στην πορεία αποφασίζω να αναφέρω ένα παράδειγμα για την κάθε περίπτωση.

1η περίπτωση

Ερώτηση:
Πώς τα πέρασες με τον Κώστα στην Αίγινα;

Πιθανές απαντήσεις
:
Καλά, καταπληκτικά, υπέροχα, συμπαθητικά, θαυμάσια, χάλια, βαρετά, κλπ.

Εξηγώ ότι οι απαντήσεις εξαρτώνται από το πώς πραγματικά τα πέρασε η ερωτηθείσα στην Αίγινα. Έτσι μονολεκτικές απαντήσεις του τύπου: Καλά, καταπληκτικά, υπέροχα, συμπαθητικά, θαυμάσια, δείχνουν ακριβώς πώς τα πέρασε η ερωτηθείσα στην Αίγινα και οι διαβαθμίσεις αυτό το σκοπό έχουν, να δηλώσουν με ακρίβεια πώς ήταν το ταξίδι της με τον Κώστα στην Αίγινα.

Η απάντηση καλά απέχει παρασάγγας από την απάντηση υπέροχα! Όπως και η απάντηση χάλια από την απάντηση βαρετά… Επίσης η απάντηση συμπαθητικά από την απάντηση καταπληκτικά έχει διαφορά.

Με αφορμή το σχόλιο ενός μαθητή αναγκάστηκα να δώσω εξηγήσεις και σε άλλες μονολεκτικές απαντήσεις του τύπου: γαμώ εξηγώντας ότι η ερωτηθείσα πράγματι πέρασε υπέροχα, καταπληκτικά, θαυμάσια. Αντίθετα η απάντηση γάματα δείχνει ακριβώς την απογοήτευση της ερωτηθείσας για την προηγηθείσα εκδρομή στην Αίγινα. Από την άλλη η απάντηση γαμάτα δείχνει τον ενθουσιασμό της ερωτηθείσας για την εκδρομή που πραγματοποίησε. (Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά του τόνου, στην πρώτη περίπτωση στην προπαραλήγουσα, ενώ στη δεύτερη στην παραλήγουσα, μια τόσο μικρή διαφορά που αλλάζει τελείως το νόημα της λέξης).

2η περίπτωση

Ερώτηση: Πώς τα πέρασες με τον Κώστα στην Αίγινα;

Πιθανές απαντήσεις: Ασ‘ τα να πάνε, εξηγώ ότι το ρήμα εδώ δε λειτουργεί ως συνήθως, είναι μία έκφραση που δηλώνει ότι η ερωτηθείσα δεν τα πέρασε καλά, ίσως περίμενε να τα περάσει καλύτερα. Η απάντηση όμως γάμησέ τα δείχνει την πλήρη απογοήτευσή της ερωτηθείσας, ενώ η απάντηση γάμησέ τον μαλάκα (Κώστας), δείχνει ότι ο «μαλάκας» (Κώστας) φταίει που δεν τα πέρασε καλά η ερωτηθείσα. Από την άλλη η απάντηση καλά... πολύ μαλάκας! (Κώστας), δείχνει ότι η ερωτηθείσα βρέθηκε μπροστά σε μία δυσάρεστη έκπληξη (Κώστας), που τελικά στάθηκε αφορμή να περάσει χάλια στην Αίγινα.

Υπάρχει όμως και η απάντηση: γαμώ τις φάσεις, εδώ το ρήμα δε δηλώνει την ενέργεια του υποκειμένου αλλά την καταπληκτική εντύπωση που έχει η ερωτηθείσα για το ταξίδι που πραγματοποίησε, ενώ η απάντηση γαμώ τις κολωφάσεις δηλώνει ακριβώς το αντίθετο με την απλή πρόσθεση του συνθετικού κωλο-

3η περίπτωση:

Ερώτηση: Πώς τα πέρασες με τον Κώστα στην Αίγινα;


Πιθανές απαντήσεις:

Καλά μιλάμε θεός (ο Κώστας), εδώ η ερωτηθείσα εκφράζει τον ενθουσιασμό της για τον παρτενέρ και λιγότερο για το μέρος, ενώ η απάντηση δεν έχει το θεό του κρύβει την απογοήτευσή της για τον Κώστα και όχι για το μέρος.
Στην περίπτωση της απάντησης: γαμώ τα μέρη εδώ φαίνεται η ερωτηθείσα συνεπαρμένη από το μέρος, μοιάζει να αγνοεί τον Κώστα, ενώ κατ’ ουσίαν μπορεί να μην είναι κι έτσι. Από την άλλη η απάντηση: γαμηθήκαμε στο περπάτημα δείχνει μια σύμπνοια της εν λόγω παρέας, αλλά εν τέλει η εντύπωση του ταξιδιού δεν είναι και η καλύτερη.

Η απάντηση που να στα λέω κρύβει τη διάθεση της ερωτηθείσας να διηγηθεί κάτι απρόσμενο που συνέβη στο ταξίδι, ενώ η απάντηση: που να στα λέω κλάσαμε μαλλί δείχνει με περισσότερη ακρίβεια το αιφνίδιο γεγονός που πρόκειται να περιγράψει η ερωτηθείσα. Και σε αυτήν την περίπτωση το ρήμα δε δείχνει τη λειτουργία του υποκειμένου.

Με εκείνα και με τ' αλλα χτύπησε το κουδούνι κι εγώ εξουθενωμένη σκεφτόμουν πράγματι η ελληνική γλώσσα έχει απέραντες δυνατότητες... Το θέμα είναι τις χρησιμοποιούμε;



Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Άνδρες - Γυναίκες....

Οι σχέσεις ανδρών και γυναικών λένε ότι είναι διαχρονικές, με την έννοια ότι στο φάσμα του χρόνου, διατρέχονται από τις ίδιες περίπου λογικές…

Ας επιχειρήσουμε μια τέτοια σύγκριση… και ας ανακαλύψουμε τα υπέρ και τα κατά του τότε και του τώρα…

Ταξιδεύω στο χρόνο και προσγειώνομαι στον άντρα των σπηλαίων.


Σκηνή πρώτη! φαντάζομαι ότι το πρωί ο άντρας φεύγει για κυνήγι, ενώ η γυναίκα του τον αποχαιρετάει μ’ ένα φιλί, αφού πρώτα έχει πάρει πρωινό, στο κρεβάτι μαζί του… Οξύμωρο δεν ακούγεται; Ναι όντως ακούγεται κάπως περίεργο, δεν μπορώ να φανταστώ τη γυναίκα αυτής της εποχής στις μύτες των ποδιών της να προσπαθεί να φιλήσει το σύζυγο, ο οποίος έχει ζαλωθεί τα πρωτόγονα όπλα του και να τον σφιχταγκαλιάζει στο άνοιγμα της σπηλιάς… Από την άλλη δεν μπορώ να βρω τις λογικές του σημερινού άντρα που ζαλώνεται το τσαντάκι της δουλειάς, με τα σύγχρονα πια όπλα: πιστωτικές κάρτες, κινητό, ευρώ και φεύγει για δουλειά, τύπου ούγκα, λες και θα φέρει το ωμό κρέας στη σπηλιά…

Σκηνή δεύτερη! Ο κατά τα άλλα, συμπαθής κυνηγός έρχεται προς το μεσημεράκι με το ωμό του κρεατάκι, το οποίο αναλαμβάνει η γυναίκα να ψήσει και να ταϊσει όλο το σπηλαιολόσοο…Από την άλλη η γυναίκα υποψιάζομαι ότι δεν τον κοιτάει στα μάτια, αλλά στα χέρια διότι αυτό είναι το ζητούμενο, τουλάχιστον εκείνης της εποχής… Κατανοητό. Το ακατανόητο είναι ότι τα σημερινά ζευγάρια δεν κοιτάζονται ούτε στα μάτια, ούτε στα χέρια, δεν κοιτάζονται λέμε, μπαίνουν, βγαίνουν με τις σακούλες από το σουπερ, με τους λογαριασμούς ανά χείρας, με το κοντρόλ της τηλεόρασης, αλλά τα βλέμματα δεν διασταυρώνονται λες και θα γίνει έκρηξη αν κάποτε καταφέρουν και συναντηθούν. Υποψιάζομαι τους λόγους που μπορεί να συνέβαινε αυτό, διότι το ωμό κρέας ήταν καταρχήν ένα και μοναδικό είδος η γυναίκα δεν περίμενε εκπλήξεις δηλαδή αν αντί για κουνέλι της έφερνε ζαρκάδι, στην ίδια σχάρα θα ψήνονταν… Ενώ τώρα οι εκπλήξεις πάνε κι έρχονται διότι η γυναίκα τον στέλνει για ψώνια με τη λίστα, ντυμένο κανονικά και της έρχεται γυμνός, μες τα νεύρα διότι δεν μπορεί να αγοράσει ούτε τα μισά και αν θέλουμε να είμαστε πραγματιστές για την εποχή των σπηλαίων αυτός ο άντρας είναι γκέι; Όχι δεν συνάδει είναι σπηλαιονούλα…Δεν μπορεί θα υπήρχαν και τότε άντρες που το γυάλιζαν το ακόντιο…. Χαχαχαχαχαχαχαχαχα

Με εκείνα και με τα άλλα ήρθε το απόγευμα και η σπηλαιοοικογένεια έχει αράξει στις πέτρες, home home suit home, μάλλον ξεψειρίζονται, λιμάρουν τα νύχια τους και πατρονάρουν τα δέρματα που μάζεψαν για να φτιάξουν τα καινούρια μοντελάκια, άνοιξη- καλοκαίρι 25000 πΧ. Τα παιδιά νανουρίζονται σε κάποια ξεκούραστη πέτρα και οι γονείς διατηρούν τη φωτιά αναμμένη… Ο σύζυγος θέλει σεξ και βουτάει τη γυναίκα απ τα μαλλιά τη στήνει και εκτελεί το συζυγικό του καθήκον… Άλλωστε ούτε ρεσώ δεν του βρίσκονται να ανάψει, στα μάτια δεν υπάρχει λόγος να την κοιτάξει, διότι την κοίταξε όταν την επέλεξε με το δάκτυλο και την οδήγησε στην σπηλιά… Εννοείται ότι μετά τη ρωτάει αν της άρεσε και αυτό είναι κάτι σαν το σημερινό ανέκδοτο, το σπηλαιοχιούμορ της εποχής. Ουλα ούλα γκα γκα είναι ακριβώς σε μετάφραση το σημείο G της γυναίκας, το οποίο ο άντρας αγνοεί… Κατανοητό, διότι ο Στρατηγάκης δεν ζούσε την εποχή εκείνη, που να βρει ο άμοιρος ο πρωτόγονος άκρη…

Τώρα το θαυμαστό είναι ότι ο σημερινός άντρας δεν τη βουτάει από τα μαλλιά διότι τα χει χρυσοπληρώσει, οπότε είναι σαν να πετάει στα θηρία το κρέας που έφερε… Τη ρωτάει μετά το σεξ αν της άρεσε και αυτό μοιάζει με το σπηλαιοχιούμορ εκείνης της εποχής, κάτι απ τα παλιά….για να μην ξεχνιόμαστε. Το παράδοξο είναι ότι σε αντίθεση με εκείνη την εποχή η γυναίκα απαντά συνήθως θετικά, οπότε ο άντρας χαλαλίζει τις εργατοώρες που έφαγε στον Στρατηγάκη…

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Φοβάστε τα αεροπλάνα;

Αγαπητοί μου φίλοι, φοβάστε τα αεροπλάνα; Αν όχι τα συγχαρητήριά μου, αν ναι σας προσκαλώ στο κλαμπ όλων αυτών που πάσχουν από το σύνδρομο: ΑΠΦΤΑ (Ανθρώπων Που Φοβούνται Τα Αεροπλάνα)…

Όπως όλοι έτσι κι εγώ χρειάστηκε να ταξιδέψω πολλές φορές με αεροπλάνο. Μία όμως φορά δε θα τη ξεχάσω ποτέ!

Δρομολόγιο: Αθήνα – Καβάλα.

Αεροπλάνο σχήματος: βελοειδούς

Άτρακτος: μικρή για τη μείωση της οπισθέλκουσας αντίστασης του αέρα.

Κατασκευαστικά χαρακτηριστικά: κάθετο χείλος προβολής στον άξονα της ατράκτου, με δυνατότητα συνεχούς μεταβολής της καμπύλης του χείλους. Τα αερόφρενα ή αεροπέδες βρίσκονταν στο πίσω μέρος της ατράκτου, ενώ τα πηδάλια ελέγχου της πορείας κινούνταν με τη μυϊκή δύναμη του πιλότου.

Πιλοτήριο: επανδρωμένο με δύο πιλότους και ορθολογιστική διάταξη των οργάνων στους πίνακες, ενώ το ταχύμετρο, το υψόμετρο, η γυροπυξίδα, ο τεχνητός ορίζοντας και ο ενδείκτης κλίσης φαίνονταν να λειτουργούν σωστά.

Στα πλαίσια της προσπάθειάς μου να απαλλαγώ από το σύνδρομο ΑΠΦΤΑ, σκέφτηκα να μην ελέγξω καθόλου και να προσποιηθώ ότι δεν με νοιάζει αν τα καύσιμα ψεκάζονται με τη μορφή λεπτών σταγονιδίων και με ισχυρή πίεση, ενώ στροβιλίζονταν στο μυαλό μου οι ηλεκτρικοί αναφλεκτήρες…

Αφού πέρασα από τη διαδικασία ελέγχου των εισιτηρίων, με πρόχειρους υπολογισμούς, λογάριασα τις 57 βαλίτσες που συνόδευαν τους επιβάτες και προς μεγάλη μου ανακούφιση, διαπίστωσα ότι ήταν πολύ λίγες για να εμποδίσουν την αεροδυναμική λεπτότητα του σκάφους, δεδομένου ότι αυτή είναι ο λόγος του τετραγώνου του εκπετάσματος της πτέρυγας προς την επιφάνειά της.

Είναι νομίζω πασιφανές ότι ξεκίνησα αυτό το ταξίδι με φανερή διάθεση να ξεπεράσω το σύνδρομό μου, παραβλέποντας πολλά και σημαντικά που σε άλλη περίπτωση θα έλεγχα ή θα σκεφτόμουν.

Τακτοποιήθηκα στη θέση μου και προς μεγάλη μου ικανοποίηση διαπίστωσα ότι πράγματι βρισκόταν πάνω ακριβώς από τους στροβιλοκινητήρες, όπως ακριβώς είχα ζητήσει… Οι υπόλοιποι επιβάτες επιβιβάζονταν σιγά- σιγά και με χαιρετούσαν όλοι, διότι νόμιζαν ότι αποτελώ προσωπικό του αεροπλάνου, αφού λεπτά και διακριτικά πέρασα πρώτη στην ουρά… Είναι μία από τις λίγες παραξενιές μου όταν ταξιδεύω με αεροπλάνο να επιβιβάζομαι πρώτη, ώστε να μπορώ με ησυχία να καταμετρώ τις αντισφυξιογόνες μάσκες και τα σωσίβια. Δε βαριέστε μια ακόμη ανώδυνη παραξενιά…

Δίπλα μου ακριβώς κάθησε ένας 90χρονος ταλαιπωρημένος, σχεδόν ανάπηρος κύριος, αυτό δεν με στεναχώρησε ίσα- ίσα ο άνθρωπος στάνταρ αν πέθαινε θα ήταν από φυσικά αίτια, δεν νομίζω να άντεχε ούτε ένα κενό αέρος.

Η πτήση ξεκίνησε και του πιασα το ροζιασμένο, γεμάτο πανάδες, τρεμάμενο χέρι… Μου φάνηκε τόσο όμορφος! εκείνη τη στιγμή, τον ερωτεύτηκα! Κι ενώ ήμουν έτοιμη να του δοθώ, την ρομαντική αυτή στιγμή διέκοψε μια πορτοκαλάδα που ήπια μονορούφι για να μη χάσω λεπτό απ την αίσθηση, του νεκρού ίσως, αυτού κυρίου…

Το παίζω άνετη ανοίγω την βιντεοκάμερά μου και καταγράφω τα σύννεφα, (μούφα, καταγράφω την επίδειξη σωστικών μέτρων, μήπως χρειαστεί). Δεδομένης της κακοκαιρίας που επικρατούσε εκείνη την ημέρα, ο πιλότος μας ενημερώνει με τις φωτεινές επιγραφές να προσδεθούμε. Δέθηκα τόσο σφικτά που κόντεψαν να μου φύγουν οι σάλπιγγες, (δε γαμιέται παιδί είχα κάνει). Δένω και τον παππού τόσο σφικτά, που κόντεψε να χωριστεί τώρα στα στερνά του, σε δύο μέρη…

Και αρχίζει το πάρτυ… Μωρά να κλαίνε, γυναίκες να τσιρίζουν, ποτήρια να πέφτουν και ο παππούς έχει μείνει άφωνος…Είχα ακούσει ότι το σεξ στο αεροπλάνο χαλαρώνει, αλλά τον είχα δέσει τόσο σφικτά το φουκαρά, που το «μόριο» μάλλον είχε μετατραπεί σε υπόθετο.

«Ηρεμήστε» του λέω, ανοίγω την κάμερα και τη βάζω ανάμεσά μας, για να ξαναθυμηθούμε τι κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις…. Ο παππούς έχει γουρλώσει τα μάτια κι εγώ αισθάνομαι μια προσωρινή ανακούφιση, τουλάχιστον ένας από τους δύο θα ναι ψύχραιμος να παρακολουθήσει τα σωστικά μέτρα, μήπως και στη συνέχεια χρειαστούν…

Το ανεξήγητο χαμόγελο του παππού με προβλημάτισε και για μια στιγμή ξέχασα την ακτινωτή διάταξη των κυλίνδρων του αεροπλάνου και κοίταξα στην κάμερα…Πρώτη μούρη η αφεντονομουτσουνάδα μου με μαγιώ στο Πόρτο Χέλι να τρέχω και από πίσω, τρέχει ο καλός μου με τα μύγδαλα… Για ξεκάρφωμα του λέω: «έχω το ίδιο μαγιώ και σε μαύρο, μου πάει δε βρίσκετε;»

Με εκείνα και με τάλλα προσγειωθήκαμε ομαλά, ο παππούς με ευχαρίστησε γιατί του γιάτρεψα τη χρόνια κήλη, εξαιτίας του σφικτού δεσίματος, κι εγώ αναφώνησα:
«Είμαι η Λούσυ και δεν φοβάμαι πια τα αεροπλάνα»


Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

Chat

Η αγορά ήταν τόπος συνάθροισης των αρχαίων Ελλήνων για να καλύψουν τις επικοινωνιακές τους ανάγκες. Στις επαρχίες ισχύει ακόμα αυτή η αντίληψη, ενώ στις σύγχρονες πια μεγaλουπόλεις, η αγορά έχει αντικατασταθεί με το επονομαζόμενο chat.

Ως σύγχρονη αγορά, το chat χαρακτηρίζεται και αυτό από τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης. Ας το αναλύσουμε λίγο αυτό…

Αναζητώντας την επικοινωνία προσφέρω- πλασάρω τον εαυτό μου προκειμένου να χω αυξημένη ζήτηση.
Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;

Ωστόσο η επικοινωνία είναι ανθρώπινη, διαχρονική ανάγκη, ο τρόπος επικοινωνίας σαφώς έχει αλλάξει, εφόσον άλλαξαν οι όροι και οι συνθήκες της ζωής μας. Αλλά είναι παράξενο πόσο άλλαξαν οι διαθέσεις μας, οι προθέσεις μας και οι στόχοι μας.

Συνεχίζω…

Στο όνομα της σύγχρονης επικοινωνίας, «αναγκάζομαι» να επιλέξω πρώτα- πρώτα ένα όνομα-τίτλο, που να με χαρακτηρίζει, που να παραπέμπει όσο το δυνατόν εγγύτερα στην προσωπικότητά μου. Με αυτή τη λογική ψάχνω το σκεπτικό των αγαπητών φίλων με τα εξής ονόματα: Coco boy, Ateleiotos, Agni, Skistis, Sexy boy, Pareme, κλπ.


Η οργιάζουσα φαντασία μου επιχειρεί έναν παραλληλισμό της σύγχρονης αγοράς (chat) με την παλαιότερη «παραλία» όπου περιφέρονταν κάποτε οι υποψήφιοι γαμπροί και νύφες.

Ο Coco boy μάλλον περιφέρεται στην «παραλία» με ένα άδειο πορτοφόλι, ημίγυμνος, αφού όλα τα λεφτά του τα επένδυσε κάνοντας φωτόλυση. Ο Ateleiotos πιθανόν, έχει μακρύ το μικρό νύχι του χεριού και οδοντογλυφίδα στο στόμα. Ο Sexy boy μάλλον είναι ένας μακρυμάλλης με γελοίες επιδόσεις στο σεξ, ξέρετε αυτός που τρέχει μόνος του και βγαίνει πάντα πρώτος. Ο Pareme είναι ένας «αλτρουιστής» που χαρίζεται στο κοινό. Η Αgni είναι για μένα η σύγχρονη «παρθένα»: τα κάνω όλα μετά τις δύο… Ο Skistis με εξιτάρει, γιατί με παραπέμπει στο καρτούν τον Μπιπ Μπιπ που τρέχει πάνω κάτω.

Από την άλλη εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν τα προφίλ των ιντερνετιακών μας φίλων. Για παράδειγμα εντύπωση μου έκανε η δήλωση «ικανοποιώ και χοντρές», λιτή απέριττη δήλωση που χαρακτηρίζεται από υποτιμητική διάθεση για τις κατά τα άλλα συμπαθέστατες ευτραφείς κυρίες.
Μια άλλη δήλωση: «έχω και κάμερα!», νομίζω είναι δέλεαρ όχι μαλακίες.
Ακούστε και αυτή: «είμαι 18 χρονών και ψάχνω ώριμη κυρία πάνω από 70!» Που να το φανταστεί η άμοιρη η 70άρα, ότι οι φίλοι του εγγονού της, την βλέπουν σαν μπισκοτολούκουμο…
Και μια τελευταία: «γυναίκες με φέρετρο θα προτιμηθούν», ο Χριστός! και η Παναγία!, τι καρμιριά! Αγαπητέ φίλε αγόρασε ένα δρύινο φερετράκι και ας το να υπάρχει, μήπως δε θα το χρειαστείς κάποτε;
Α! Α! Α! (χα χα χα) «δεν τελειώνω…» πω! πω! θρίλερ, ταινία του Αγγελόπουλου, φοβερή δήλωση, βρίσκετε;

Τέλος αξιοσημείωτες είναι και οι προσεγγίσεις των ανωτέρω φίλων του τύπου: «γεια σου, θέλεις να σε γα….σω» (ρομαντική επαφή), «την έχω μεγάλη!;» (πραγματιστική επαφή), «θέλεις να σε δείρω;» (σαδιστική επαφή), «με φτιάχνεις» (αστρική επαφή), «μανάρι μου…» (ορεσίβια επαφή), «σκίσε με» (απέλπιδη επαφή), «κουκλάρα μου» (αφελής επαφή)…


Όλα αυτά αγαπητοί μου αναγνώστες γράφονται με σκοπό να «πουλήσουν», παλαιότερα φοράγαμε το καλό μας ρούχο, ντυνόμαστε με το ευγενικό μας χαμόγελο και βγαίναμε για ψώνια. Τώρα ως άλλα ψώνια καμαρώνουμε σαν παραδείσια πτηνά στα ράφια του Σούπερ Μάρκετ, περιμένοντας να μας αγοράσουν. Έλεος! χριστιανοί, έλεος! Ούτε το παζάρι δεν έχει τόση φθήνια…

ΥΓ Η σημερινή ανάρτηση είναι εξαιρετικά αφιερωμένη στο Βασίλη και στο Φίλιππο, δυο φίλους που «αγοράζουν» όταν οι άλλοι περιμένουν τις εκπτώσεις…

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Σαββατοκύριακο στο Αγκίστρι

Πόσες φορές δεν σας έτυχε αγαπητοί μου φίλοι να προσπαθήσετε να ξαναζωντανέψετε τη σχέση σας, ξεφεύγοντας από την Αθήνα και τους τρελούς ρυθμούς της, για ένα ρομαντικό διήμερο με τον σύντροφό σας…Έτσι κι εγώ σαν γνήσια παντρεμένη, ρουτινιασμένη, γυναίκα αποφάσισα ύστερα από πολλά χρόνια έγγαμου βίου να εξορμήσω στα ελληνικά νησάκια, με τον αντρούλη μου για να ξαναβρούμε τη σχέση μας.

Ο σύζυγος είχε τη φαεινή ιδέα να εξορμίσουμε στα ελληνικά νησάκια με το «σκάφος» που μόλις είχαμε αγοράσει. Την προηγούμενη του ταξιδιού με πήγε στη μαρίνα να το θαυμάσω. Εγώ ως γνωστό (τουλάχιστον εκείνος το ήξερε) δεν κολυμπάω χωρίς αξεσουάρ στη θάλασσα, μπρατσάκια του παιδιού, στρώμα θαλάσσης για ξεκάρφωμα, κάτι τέλος πάντων.

Μου δείχνει με περηφάνια το σκαρί και με ξεναγεί στο εσωτερικό του.
- «Έχει τα πάντα» μου λέει, «αν κατεβάσεις το τραπέζι γίνεται κρεβάτι, αν ανοίξεις αυτό το ντουλαπάκι μπορείς να βάλεις και ψυγειάκι».

- Τι λε ρε παιδί μου ωραίο! Απάντησα

- Τουαλέτα έχει; Ρώτησα.

- «Βέβαια, σήκω»

- «Τι σήκω»
- «Σήκω παιδί μου από κει που κάθεσαι, άνοιξε το καθισματάκι, να τη!»

- Ρε παιδί μου πολύ τρανσφόρμερ το σκαφάκι

Με εκείνα και με τα άλλα την άλλη μέρα το πρωί ξεκινάμε για το ρομαντικό μας Σαββατοκύριακο, ο πεθερός μου στη μαρίνα με χαιρετούσε με άσεμνες χειρονομίες καθώς ξεμακραίναμε από την προβλήτα, όπως ακριβώς χαιρετάνε οι ναύτες τις πόρνες των λιμανιών…

Δεν πέρασαν 5 λεπτά και νομίζω ότι σταμάτησα να ακούω το θόρυβο της μηχανής, εννοείται δε μίλησα, αυτό το Σαββατοκύριακο φύγαμε για να βρούμε τη σχέση μας. Σε ένα νανοσέκοντ χτυπάει τηλέφωνο «Μωρηηηηηηηη» (ο πεθερός μου) «γιατί σταματήσατε;» «καλέ δεν ξέρω σταματήσαμε;»

Η σιωπή είναι χρυσός, σε 3 τεταρτάκια ήμασταν μεσοπέλαγα ως άλλοι ροβινσώνες. Το πλάνο είχε ως εξής: Αγκίστρι για ψώνια και μετά μου χε υποσχεθεί ειδυλλιακή παραλία για φαγητό και ένα απάγκιο για το βράδυ.

Φτιάχνω 2 φραπεδάκια, του δίνω κι ένα φιλί «κρατήσου περνάει το χάι σπιντ» σιγά μωρέ και τι έγινε σκέφτηκα, ούτε που το έβλεπες. Πίνω αμέριμνη τον καφέ μου, όπως πίνει ένα μικρό κοριτσάκι το γαλατάκι του. Σε ανύποπτο χρόνο καταφθάνει το τσουνάμι του χάι σπίντ που προηγήθηκε. Πω! Πω! Κούνημα φύγαν φραπέδες, χάρτες μέχρι η θήκη απ το δόντι του συζύγου έφυγε…

Ας πάω μια «τουαλέτα» νομίζω ήταν ότι έπρεπε, σηκώνω όλα τα καθισματάκια και να σου ξεπροβάλλει το καθικάκι που εμείς λόγω της γενναιοδωρίας μας, αλλά και λόγω της ημέρας ονομάζαμε τουαλέτα.

Λίγο πριν φτάσουμε στο Αγκίστρι ο σύζυγος μου έδινε οδηγίες για το πώς θα προσαράξουμε στο νησί. Μου μίλησε για την άγκυρα για για για… Αξιοσημείωτο είναι να σας αναφέρω ότι εγώ λόγω των χτυπημένων μου ποδιών, είχα την ίδια στατικότητα στο σκάφος με αυτή ενός παιδιού ενάμιση χρονών.

Φτάνουμε στο λιμάνι, «έλα ρίξε την άγκυρα» μου λέει. Παίρνω την άγκυρα, με περισσή μαγκιά και την αμολάω στο πέλαγος, παρακολουθώ την αλυσίδα που έτρεχε με γρήγορους ρυθμούς και τα μάτια μου είχαν γίνει σαν τον κουλοχέρι στο καζίνο που περιμένει να του ρθουν τα φρουτάκια. Νομίζω, δεν είμαι και σίγουρη ότι στο τέλος πήρε το μάτι μου αυτό που ο σύζυγος ονόμαζε καλούμπα, να φεύγει σούμπιτη με την άγκυρα τουγκεδερ. Σημαντικό ας το αναφέρω, σκέφτηκα, έξαλλος ο σύζυγος «καλά ρε παιδί μου, δεν το ήξερες; Η άγκυρα δεν ήταν δεμένη από πουθενά»
Ουπς!

Σε κλάσματα δευτερολέπτου έρχεται το σκάφος και μπρουμουτίζει στην προβλήτα και για τον σύζυγο ήταν ένα γερό χτύπημα στον πληγωμένο του ανδρισμό, που τόσο πολύ ήθελε να τονώσει εκείνο το Σαββατοκύριακο. Ζαλώνεται την καταδυτική στολή, μπουκάλες, μάσκες, βατραχοπέδιλα και τρέχει να ψάξει για τη χαμένη μας άγκυρα.
Το διάστημα μέχρι να ανέβει ήταν για μένα νεκρός χρόνος, τα πάντα σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, αλλά τίποτα δεν μπορούσα να κάνω παρά να κάθομαι σαν χαζογκόμενα στην κλασομπανιέρα, που λόγω της ημέρας ονομάζαμε σκάφος.

Με εκείνα και με τ’ άλλα ψωνίσαμε και πάμε για φαγητό στην ειδυλλιακή μας παραλία. Φτάνουμε πετάω την άγκυρα, αλλά προσέχω, ήμουν έτοιμη να θυσιάσω και τα δύο μου χέρια, προκειμένου να σώσω τον εναπομείναντα ανδρικό εγωισμό του άντρα μου.

«λοιπόν εδώ είμαστε…κολύμπα»

«τι κολύμπα;»

«ε! θα κολυμπήσουμε, δεν μπορούμε να πάμε μέχρι εκεί με το «σκάφος». Βάλε πορτοφόλια, τσιγάρα σε μια σακούλα, βάλτα πάνω στο σωσιβιάκι και κολύμπα»
Ωρέ μάνα μου απλωτές, βρε τι κροουλ και μαλακίες, φτάνουμε στην ακτή…

«είδες; Ωραία δεν είναι;»

Απάντηση: «γαμάτα»

Τρώμε και μου ζητάει τα τσιγάρα του…

«καλέ γιατί είναι βρεγμένα τα τσιγάρα;»

«Α! ρε Λούσυ τρύπια σακκούλα πήρες; Πω! Και το πορτοφόλι»
Ουπς!

Ως γνωστόν η γυναίκα είναι πολυδιάστατο όν, εγώ βέβαια τις είχα εξαντλήσει όλες τις διαστάσεις και πόνταρα ψιλά χοντρά σε αυτή τη Μία! Τη μοναδική!
Να μαστε ξανά στο πέλαγος πάμε για το απάγκιο, όπως όλοι οι άντρες έτσι κι αυτός ξεκίνησε με τα προκαταρτικά, εννοώ με ξενάγηση στους κατασκευαστές όλων των οργάνων του «σκάφους», τις επιδόσεις τους κλπ κλπ, κάτι σαν τον στρατό που όλοι γαμ…σαν κι έδερναν, αλλά στην ουσία έπαιρναν κάμψεις απ το πρωί ίσαμε με το βράδυ.

Αφού καραφτιάχτηκα με όλα αυτά, ο σύζυγος αμολάει την άγκυρα στο πουθενά για να κάνουμε μια βουτιά στο απύθμενο πουθενά.

«πήδα»

«τι πήδα»

«πήδα βρε μέσα, όχι απ τη σκαλίτσα σαν τις γριές, από την πλώρη»

Νομίζω ότι η μία και μοναδική μου διάσταση, άρχισε να εξαντλείται αργά και σταθερά. Κατέβηκα τη σκαλίτσα σαν φοβισμένο κανίς, που κατουρήθηκε μόλις ακούμπησε το νερό. Κούναγα χέρια, πόδια αυτό δεν ήταν δύσκολο, το δύσκολο ήταν ότι άρχισα την προσποίηση από τα προκαταρτικά και αυτό όσο να ναι κουράζει, είναι διπλοβάρδια.

Εν τέλει ανεβαίνουμε και πάλι στο «σκάφος», μπαίνουν μπροστά οι μηχανές και ο Ποπάυ που το χει πάρει σοβαρά πια, κατευθύνεται στο απάγκιο. Εγώ αλλάζω μαγιώ στο πίσω μέρος του «σκάφους»

Ρε γμτ κάτι μυρίζει λες να ναι η πίπα του Ποπάυ, μπα αυτό ήταν πιο χάρτ από μία πίπα, ήταν η μηχανή της κλασομπανιέρας που βρισκόταν στο πίσω μέρος.
Μην τα πολυλογώ φτάνω στην πλώρη και ρίχνω ένα σάλτο στη θάλασσα. Αυτό ήταν βρε το κόλπο κάνεις στάχτη και μπούρπερη ένα σκάφος αλλά μαθαίνεις να πηδάς, σημαντικό νομίζω και θαρρώ πως έδενε με όλο το μουντ του ταξιδιού.

Ο σύζυγος φώναζε:

«δεν εγκαταλείπουν το σκάφος με την πρώτη δυσκολία»

Απάντηση (σιωπηλή) «άντε γαμ…σου βρε μαλ…κα»

Για τις υπόλοιπες 7 ώρες γυρνοβολούσαμε γύρω απ την άγκυρα περιμένοντας το λιμενικό για βοήθεια. Εμείς μείναμε στα προκαταρτικά, ούτε κατάρτι δεν θέλαμε να ξαναδούμε πια, μαύρα πανιά για την επιστροφή, που σαι βρε πεθερέ να με υποδεχτείς, πήρα τον γιό σου άντρα και τον γύρισα Νούλα…

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

Ο οδοντίατρος

Ύστερα από απαίτηση πολλών αναγνωστών (χα χα χα) και δεδομένου του χαρακτήρα μου, καλούμαι να γράψω ένα «ευχάριστο» post. Σπεύδω ευθύς αμέσως να ικανοποιήσω αυτή σας την απαίτηση…

Ο ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ (Αληθινή ιστορία)

Ψάχνω απεγνωσμένα να βρω οδοντίατρο, γιατί έχει φύγει το σφράγισμα στο μπροστινό δόντι (κούκλα η Μαρίτσα). Ούτε λεπτό δεν μπορούσα να περιμένω, χωρίς να χαμογελάω και επειδή είμαι φύση παρορμητική, βρήκα έναν τυχαίο στη γειτονιά και έκλεισα ραντεβού.

Ώρα 4 μμ φτάνω στο ιατρείο, κάτι μου μύριζε απέξω, μπαίνω μέσα και βλέπω έναν υπέρβαρο κύριο με ένα πούρο στο χέρι. Ο «γιατρός» κάπνιζε το πούρο του, με ρώτησε τι θα κάνουμε, του εξήγησα και μου είπε να περιμένω στο σαλόνι να με φωνάξει.

Πέρασαν τρία τέταρτα και το ιατρείο είχε ντουμανιάσει και μύριζε κάτι μεταξύ βανίλιας και κρέμας καραμελέ. Σκεφτόμουν ότι σε μισή ώρα θα είχα τελειώσει και θα μπορούσα να χαμογελάω χωρίς να ντρέπομαι κι έτσι περίμενα υπομονετικά…

Σε λίγο με φωνάζει με καθίζει στην καρέκλα, μου ρίχνει το φως στο πρόσωπο, ενώ στο άλλο χέρι το πούρο κανονικά. Εγώ άρχισα να ψυλλιάζομαι ότι το σημερινό απόγευμα κάποτε θα γίνει ένα post, αλλά κρατούσα την ψυχραιμία μου.

Ο «γιατρός» φορούσε την κλασική άσπρη ρόμπα, ενώ από μέσα ήταν γυμνούλης… Καθότι υπέρβαρος τα κουμπιά αναστέναζαν ενώ το κουμπί κοντά στον αφαλό δεν άντεξε και αυτοκτόνησε. Για να αποφύγω το έντονο φως κοίταξα χαμηλά και είδα το θεσπέσιο θέαμα! ένας αφαλός σαν την Πρέσπα σε μικρογραφία (ούτε ο Κουστώ τέτοια εμπειρία).

-Μην ανησυχείς κοπελιά όλα θα γίνουν, μη βιάζεσαι, μη βιάζεσαι λέμεεεε, μισό να κάνω ένα καφέ κι έφτασα.

Φώναζε από μέσα:

-‘Ετσι αγχώδης είσαι και στην υπόλοιπη ζωή σου; Κούλλλλλ, θα σφραγίσουμε πρώτα ένα τραπεζίτη και στη συνέχεια θα σου φτιάξω και τη μόστρα.

Εγώ έψαχνα του τοίχους, δεν μπορεί κάπου θα είχε κρεμασμένο το πτυχίο του. Εντωμεταξύ μου χει βάλει και τη σιελοαντλία, για άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους. Έρχεται απ την κουζίνα και μου φέρνει ένα κόκκινο κουβαδάκι…

- Κοπελιά κράτα το, επειδή έχει χαλάσει το σύστημα όταν σου λέω να φτύνεις, θα φτύνεις μέσα στο κουβαδάκι, σύμφωνοι; Μη φτύνεις απ έξω και τα μαζεύω… γιατί μου χει τύχει κι αυτό. Άντε τι να σας κάνω, όλους θα σας βολέψω

Ε! αυτό ήταν, άρχισα από μέσα μου να φωνάζω σιγανά και διακριτικά τη λέξη ΒΟΗΘΕΙΑ! Κάποιος να με σώσει, μα γιατί δεν έχει ούτε έναν πελάτη αυτό το ιατρείο; Γιατί άραγε; χαχαχαχαχαχα

Βάζει τα γάντια στις χοντρές χερούκλες του και τις χώνει στο στόμα. Χτυπάει το τηλέφωνο… το ένα χέρι στο στόμα και με το άλλο προσπαθούσε να πιάσει το τηλέφωνο, σιγά σιγά ξεγλυστράνε ένα ένα τα δάκτυλα απ το στόμα μου, αλλά σκαλώνει ο αντίχειρας στο μάγουλο, τεντώνει το μάγουλο και πιάνει το τηλέφωνο..

-Ναι; Έλα έχω δουλειά…

Εγώ εντωμεταξύ έχω γίνει σαν την Μαρινέλλα, απ το τράβηγμα στο μάγουλο και έχει ψιλοαλληθωρίσει και το μάτι. Εντάξει το κατάλαβα ότι ήταν μαλάκας, αλλά πώς φεύγεις τώρα, πώς;

Το ευχάριστο ήταν ότι δεν άκουγα αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο από τον τροχό, εξαιτίας της πολύ δυνατής μουσικής τύπου κλάμπ… Πέρασε μία ώρα κι εγώ ξαπλωμένη στην γυναικολογική πολυθρόνα, με το κουβαδάκι ανάμεσα στα πόδια. Έχει ξαπλώσει το θεϊκό κορμί του πάνω μου κι εγώ σφίγγω τόσο πολύ το κουβαδάκι με τα πόδια, που κόντεψα να του το επιστρέψω μπουκάλι.

-Αχ! Δεν με βολεύει… αναφώνησε. Πατάει ένα κουμπί και αρχίζει να σηκώνεται ψηλά η πολυθρόνα, όταν λέμε ψηλά εννοούμε ούτε η Μπαλαρίνα στο alou fun park τέτοια αδρεναλίνη. Μ επιασαν τα γέλια… Μα! να είμαι μούρη με μούρη με το φως, μ ένα κουβά ανά πόδας, τσίτα η μουσική, και τον Οβελίξ σε ρόλο οδοντίατρου;

Ύστερα από άγνωστο χρονικό διάστημά πατάει το κουμπί να κατέβει η πολυθρόνα και μου δίνει και ένα καθρεπτάκι από τελειωμένη πούδρα, για να το δω το σφράγισμα. Τι να δώ ανθρωπέ μου; Εγώ τα βλεπα όλα μπλε απ την υπερβολική έκθεση στο φώς, που αν ήταν σολάριουμ θα γύρναγα σπίτι ζουλού απ το μαύρισμα. Μου βγάζει τα συμπαραμαρτούντα απ το στόμα και μου λεει:

- Εντάξει κλείσε το στόμα.

Αμ! Δεν κλείνει Οβελίξ μου… Κλείνει μετά από 3 ώρες το στόμα; Σαν τις πλαστικές κούκλες με το στόμα ανοικτό με κατάντησε ο αθεόφοβος. Και δεν είχα και καμία ελπίδα να κάνω καριέρα έτσι, γιατί ως γνωστόν αυτές οι κούκλες δεν έχουν δόντια… Τις ώρες που ακολούθησαν, έμοιαζα σαν να έλεγα διαρκώς τη λέξη Χ Ο Ν Ο Λ Ο Υ Λ Ο Υ, ενώ κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια, για να προφέρω τη λέξη Ταγκανίκα…(το ξέρετε το ανέκδοτο φαντάζομαι).

ΥΓ Η ζωή είναι και γέλιο και χρειάζεται ταλέντο για να τη ζεις…