Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Σαββατοκύριακο στο Αγκίστρι

Πόσες φορές δεν σας έτυχε αγαπητοί μου φίλοι να προσπαθήσετε να ξαναζωντανέψετε τη σχέση σας, ξεφεύγοντας από την Αθήνα και τους τρελούς ρυθμούς της, για ένα ρομαντικό διήμερο με τον σύντροφό σας…Έτσι κι εγώ σαν γνήσια παντρεμένη, ρουτινιασμένη, γυναίκα αποφάσισα ύστερα από πολλά χρόνια έγγαμου βίου να εξορμήσω στα ελληνικά νησάκια, με τον αντρούλη μου για να ξαναβρούμε τη σχέση μας.

Ο σύζυγος είχε τη φαεινή ιδέα να εξορμίσουμε στα ελληνικά νησάκια με το «σκάφος» που μόλις είχαμε αγοράσει. Την προηγούμενη του ταξιδιού με πήγε στη μαρίνα να το θαυμάσω. Εγώ ως γνωστό (τουλάχιστον εκείνος το ήξερε) δεν κολυμπάω χωρίς αξεσουάρ στη θάλασσα, μπρατσάκια του παιδιού, στρώμα θαλάσσης για ξεκάρφωμα, κάτι τέλος πάντων.

Μου δείχνει με περηφάνια το σκαρί και με ξεναγεί στο εσωτερικό του.
- «Έχει τα πάντα» μου λέει, «αν κατεβάσεις το τραπέζι γίνεται κρεβάτι, αν ανοίξεις αυτό το ντουλαπάκι μπορείς να βάλεις και ψυγειάκι».

- Τι λε ρε παιδί μου ωραίο! Απάντησα

- Τουαλέτα έχει; Ρώτησα.

- «Βέβαια, σήκω»

- «Τι σήκω»
- «Σήκω παιδί μου από κει που κάθεσαι, άνοιξε το καθισματάκι, να τη!»

- Ρε παιδί μου πολύ τρανσφόρμερ το σκαφάκι

Με εκείνα και με τα άλλα την άλλη μέρα το πρωί ξεκινάμε για το ρομαντικό μας Σαββατοκύριακο, ο πεθερός μου στη μαρίνα με χαιρετούσε με άσεμνες χειρονομίες καθώς ξεμακραίναμε από την προβλήτα, όπως ακριβώς χαιρετάνε οι ναύτες τις πόρνες των λιμανιών…

Δεν πέρασαν 5 λεπτά και νομίζω ότι σταμάτησα να ακούω το θόρυβο της μηχανής, εννοείται δε μίλησα, αυτό το Σαββατοκύριακο φύγαμε για να βρούμε τη σχέση μας. Σε ένα νανοσέκοντ χτυπάει τηλέφωνο «Μωρηηηηηηηη» (ο πεθερός μου) «γιατί σταματήσατε;» «καλέ δεν ξέρω σταματήσαμε;»

Η σιωπή είναι χρυσός, σε 3 τεταρτάκια ήμασταν μεσοπέλαγα ως άλλοι ροβινσώνες. Το πλάνο είχε ως εξής: Αγκίστρι για ψώνια και μετά μου χε υποσχεθεί ειδυλλιακή παραλία για φαγητό και ένα απάγκιο για το βράδυ.

Φτιάχνω 2 φραπεδάκια, του δίνω κι ένα φιλί «κρατήσου περνάει το χάι σπιντ» σιγά μωρέ και τι έγινε σκέφτηκα, ούτε που το έβλεπες. Πίνω αμέριμνη τον καφέ μου, όπως πίνει ένα μικρό κοριτσάκι το γαλατάκι του. Σε ανύποπτο χρόνο καταφθάνει το τσουνάμι του χάι σπίντ που προηγήθηκε. Πω! Πω! Κούνημα φύγαν φραπέδες, χάρτες μέχρι η θήκη απ το δόντι του συζύγου έφυγε…

Ας πάω μια «τουαλέτα» νομίζω ήταν ότι έπρεπε, σηκώνω όλα τα καθισματάκια και να σου ξεπροβάλλει το καθικάκι που εμείς λόγω της γενναιοδωρίας μας, αλλά και λόγω της ημέρας ονομάζαμε τουαλέτα.

Λίγο πριν φτάσουμε στο Αγκίστρι ο σύζυγος μου έδινε οδηγίες για το πώς θα προσαράξουμε στο νησί. Μου μίλησε για την άγκυρα για για για… Αξιοσημείωτο είναι να σας αναφέρω ότι εγώ λόγω των χτυπημένων μου ποδιών, είχα την ίδια στατικότητα στο σκάφος με αυτή ενός παιδιού ενάμιση χρονών.

Φτάνουμε στο λιμάνι, «έλα ρίξε την άγκυρα» μου λέει. Παίρνω την άγκυρα, με περισσή μαγκιά και την αμολάω στο πέλαγος, παρακολουθώ την αλυσίδα που έτρεχε με γρήγορους ρυθμούς και τα μάτια μου είχαν γίνει σαν τον κουλοχέρι στο καζίνο που περιμένει να του ρθουν τα φρουτάκια. Νομίζω, δεν είμαι και σίγουρη ότι στο τέλος πήρε το μάτι μου αυτό που ο σύζυγος ονόμαζε καλούμπα, να φεύγει σούμπιτη με την άγκυρα τουγκεδερ. Σημαντικό ας το αναφέρω, σκέφτηκα, έξαλλος ο σύζυγος «καλά ρε παιδί μου, δεν το ήξερες; Η άγκυρα δεν ήταν δεμένη από πουθενά»
Ουπς!

Σε κλάσματα δευτερολέπτου έρχεται το σκάφος και μπρουμουτίζει στην προβλήτα και για τον σύζυγο ήταν ένα γερό χτύπημα στον πληγωμένο του ανδρισμό, που τόσο πολύ ήθελε να τονώσει εκείνο το Σαββατοκύριακο. Ζαλώνεται την καταδυτική στολή, μπουκάλες, μάσκες, βατραχοπέδιλα και τρέχει να ψάξει για τη χαμένη μας άγκυρα.
Το διάστημα μέχρι να ανέβει ήταν για μένα νεκρός χρόνος, τα πάντα σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, αλλά τίποτα δεν μπορούσα να κάνω παρά να κάθομαι σαν χαζογκόμενα στην κλασομπανιέρα, που λόγω της ημέρας ονομάζαμε σκάφος.

Με εκείνα και με τ’ άλλα ψωνίσαμε και πάμε για φαγητό στην ειδυλλιακή μας παραλία. Φτάνουμε πετάω την άγκυρα, αλλά προσέχω, ήμουν έτοιμη να θυσιάσω και τα δύο μου χέρια, προκειμένου να σώσω τον εναπομείναντα ανδρικό εγωισμό του άντρα μου.

«λοιπόν εδώ είμαστε…κολύμπα»

«τι κολύμπα;»

«ε! θα κολυμπήσουμε, δεν μπορούμε να πάμε μέχρι εκεί με το «σκάφος». Βάλε πορτοφόλια, τσιγάρα σε μια σακούλα, βάλτα πάνω στο σωσιβιάκι και κολύμπα»
Ωρέ μάνα μου απλωτές, βρε τι κροουλ και μαλακίες, φτάνουμε στην ακτή…

«είδες; Ωραία δεν είναι;»

Απάντηση: «γαμάτα»

Τρώμε και μου ζητάει τα τσιγάρα του…

«καλέ γιατί είναι βρεγμένα τα τσιγάρα;»

«Α! ρε Λούσυ τρύπια σακκούλα πήρες; Πω! Και το πορτοφόλι»
Ουπς!

Ως γνωστόν η γυναίκα είναι πολυδιάστατο όν, εγώ βέβαια τις είχα εξαντλήσει όλες τις διαστάσεις και πόνταρα ψιλά χοντρά σε αυτή τη Μία! Τη μοναδική!
Να μαστε ξανά στο πέλαγος πάμε για το απάγκιο, όπως όλοι οι άντρες έτσι κι αυτός ξεκίνησε με τα προκαταρτικά, εννοώ με ξενάγηση στους κατασκευαστές όλων των οργάνων του «σκάφους», τις επιδόσεις τους κλπ κλπ, κάτι σαν τον στρατό που όλοι γαμ…σαν κι έδερναν, αλλά στην ουσία έπαιρναν κάμψεις απ το πρωί ίσαμε με το βράδυ.

Αφού καραφτιάχτηκα με όλα αυτά, ο σύζυγος αμολάει την άγκυρα στο πουθενά για να κάνουμε μια βουτιά στο απύθμενο πουθενά.

«πήδα»

«τι πήδα»

«πήδα βρε μέσα, όχι απ τη σκαλίτσα σαν τις γριές, από την πλώρη»

Νομίζω ότι η μία και μοναδική μου διάσταση, άρχισε να εξαντλείται αργά και σταθερά. Κατέβηκα τη σκαλίτσα σαν φοβισμένο κανίς, που κατουρήθηκε μόλις ακούμπησε το νερό. Κούναγα χέρια, πόδια αυτό δεν ήταν δύσκολο, το δύσκολο ήταν ότι άρχισα την προσποίηση από τα προκαταρτικά και αυτό όσο να ναι κουράζει, είναι διπλοβάρδια.

Εν τέλει ανεβαίνουμε και πάλι στο «σκάφος», μπαίνουν μπροστά οι μηχανές και ο Ποπάυ που το χει πάρει σοβαρά πια, κατευθύνεται στο απάγκιο. Εγώ αλλάζω μαγιώ στο πίσω μέρος του «σκάφους»

Ρε γμτ κάτι μυρίζει λες να ναι η πίπα του Ποπάυ, μπα αυτό ήταν πιο χάρτ από μία πίπα, ήταν η μηχανή της κλασομπανιέρας που βρισκόταν στο πίσω μέρος.
Μην τα πολυλογώ φτάνω στην πλώρη και ρίχνω ένα σάλτο στη θάλασσα. Αυτό ήταν βρε το κόλπο κάνεις στάχτη και μπούρπερη ένα σκάφος αλλά μαθαίνεις να πηδάς, σημαντικό νομίζω και θαρρώ πως έδενε με όλο το μουντ του ταξιδιού.

Ο σύζυγος φώναζε:

«δεν εγκαταλείπουν το σκάφος με την πρώτη δυσκολία»

Απάντηση (σιωπηλή) «άντε γαμ…σου βρε μαλ…κα»

Για τις υπόλοιπες 7 ώρες γυρνοβολούσαμε γύρω απ την άγκυρα περιμένοντας το λιμενικό για βοήθεια. Εμείς μείναμε στα προκαταρτικά, ούτε κατάρτι δεν θέλαμε να ξαναδούμε πια, μαύρα πανιά για την επιστροφή, που σαι βρε πεθερέ να με υποδεχτείς, πήρα τον γιό σου άντρα και τον γύρισα Νούλα…